- καταβαλλομένα
- καταβαλλομένᾱ , καταβάλλωthrow down: pres part mp fem nom /voc /acc dualκαταβαλλομένᾱ , καταβάλλωthrow down: pres part mp fem nom /voc sg (doric aeolic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
καταβαλλομένα — καταβαλλομένᾱ , καταβάλλω throw down pres part mp fem nom/voc/acc dual καταβαλλομένᾱ , καταβάλλω throw down pres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβαλλόμενα — καταβάλλω throw down pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβαλλομένας — καταβαλλομένᾱς , καταβάλλω throw down pres part mp fem acc pl καταβαλλομένᾱς , καταβάλλω throw down pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιστική — Οικονομικό διοικητική επιστήμη, σχετική με την τήρηση των λογαριασμών, δηλαδή την εκτίμηση και την καταχώριση σε νομισματικές μονάδες της κίνησης αξιών, η οποία απορρέει από την οικονομική δραστηριότητα, την ταξινόμηση της κίνησης αυτής και την… … Dictionary of Greek